- τοκογλυφία
- ηο δανεισμός με τόκο υψηλότερο από το νόμιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοκογλυφία — η, Ν 1. (οικον.) ο δανεισμός χρημάτων με επιτόκιο ανώτερο τού νόμιμου 2. (ποιν. δίκ.) περιουσιακό έγκλημα βαθμού πλημμελήματος το οποίο συνίσταται, γενικά, στη συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων προφανώς δυσανάλογων προς την παροχή… … Dictionary of Greek
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… … Dictionary of Greek
ζούρα — (I) η 1. (για λιπαρά υγρά) κατακάθι, υποστάθμη, ίζημα 2. καχεξία, μαρασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura. Κατ άλλη άποψη υποχωρητικό παρ. < ζουριάζω*]. (II) ζούρα και οὐζούρα, ἡ (Μ) 1. τοκογλυφία, εκμετάλλευση 2. τόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura] … Dictionary of Greek
κουλάκος — (ρωσ. kulak = πυγμή, γροθιά). Κ. ονομαζόταν εκείνος ο οποίος πλούτιζε με την εκμετάλλευση, την τοκογλυφία και την αισχροκέρδεια. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. για να χαρακτηρίσει την αστική τάξη… … Dictionary of Greek
κραχ — Χρηματιστηριακός όρος, ο οποίος δηλώνει τη μεγάλη και απότομη πτώση των τιμών του χρηματιστηρίου. Η πτώση αυτή προκαλείται από πανικό, εξαιτίας διαφόρων οικονομικών, δημοσιονομικών ή πολιτικών γεγονότων. Ο όρος κ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
παρατράπεζα — η η ανάπτυξη από άτομο ή ομάδα ατόμων παράνομων οικονομικών δραστηριοτήτων με σκοπό την τοκογλυφία και την εκμετάλλευση τών συναλλασσομένων … Dictionary of Greek
τζούρα — η, Ν 1. υποστάθμη, κατακάθι υγρού 2. ρουφηξιά καπνού από τσιγάρο 3. (κατ. επέκτ.) μικρή δόση, μικρή ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura «τοκογλυφία, αισχροκέρδεια»] … Dictionary of Greek
πατρικιάτο — Όρος με τον οποίο χαρακτηριζόταν η κληρονομική αριστοκρατία της αρχαίας Ρώμης και το ανώτατο στρώμα των πλουσίων στις μεσαιωνικές δυτικοευρωπαϊκές πόλεις, που είχε ιδιαίτερα δικαιώματα και προνόμια στην αστική κοινότητα. Η οικονομική του δύναμη… … Dictionary of Greek